- βαρβατεύω
- -εψα, βαρβατεμένος, και βαρβατιάζω -ιασα, βαρβατιασμένος1. βρίσκομαι σε γενετήσιο οργασμό, βρίσκομαι σε περίοδο έντονης σεξουαλικής επιθυμίας: Τα κριάρια βαρβατεύουν το καλοκαίρι.2. γίνομαι ζωηρός, ορμητικός, δυνατός: Όσο χειμωνιάζει, βαρβατεύουν τα κύματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.